επισκιάζομαι

επισκιάζομαι
επισκιάζομαι, επισκιάστηκα, επισκιασμένος βλ. πίν. 36

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • επισκιάζω — (AM ἐπισκιάζω) ρίχνω σκιά πάνω σε κάτι («νεφέλη ἐπισκιάζουσα αὐτοῑς», ΚΔ) νεοελλ. με την υπεροχή μου κάνω άλλους να θεωρούνται κατώτεροι ή και ασήμαντοι αρχ. μσν. (για τον θεό) προστατεύω («πνεῡμα Ἅγιον ἐλεύσεται ἐπὶ Σὲ καὶ δύναμις τοῡ Ὑψίστου… …   Dictionary of Greek

  • καταχώνω — (AM καταχώννυμι και καταχωννύω, Μ και καταχώνω) χώνω κάποιον ή κάτι βαθιά μέσα στη γη ή αλλού, κατακαλύπτω κάποιον ή κάτι με σωρό χώματος ή άλλου υλικού, θάβω (α. «εις κάθε στήθος ένα μαχαίρι στέκεται καταχωσμένον», Κάλβ. β. «ἐν τῇ ψάμμῳ... ὁ… …   Dictionary of Greek

  • περισκιάζομαι — Α 1. σκιάζομαι από παντού, καλύπτομαι με σκιά ολόγυρα 2. (για τη Σελήνη) επισκιάζομαι, σκοτεινιάζω («σελήνης περισκιαζομένης», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ωχριώ — και ωχριάω ωχρίασα 1. γίνομαι ωχρός, κιτρινίζω. 2. χάνω την αίγλη μου, υστερώ, επισκιάζομαι: Η κακία του ωχριά μπροστά στην κακία της γυναίκας του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”